- Μήστωρ
- Μήστωρadvisermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
μήστωρ — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ' — μήστωρα , μήστωρ adviser masc acc sg μήστωρι , μήστωρ adviser masc dat sg μήστωρε , μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆστορ — Μήστωρ adviser masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορα — Μήστωρ adviser masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορι — Μήστωρ adviser masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορος — Μήστωρ adviser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρα — μήστωρ adviser masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρας — μήστωρ adviser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρε — μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)